Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αοριστολόγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αοριστολόγος [aoristolóγos] (L) ο, η,
  • speaking vaguely, using vague or ambiguous words:
    • μιλεί και γράφει με αοριστίες, είναι ~ |
    • από αοριστολόγους ακούς αοριστολογίες |
    • οι καθηγητές της φιλοσοφίας και μερικών άλλων κλάδων, αοριστολόγοι, θολώνουν τα νερά, προσπαθούν να γενικεύσουν την έννοια (Lambridi, adapted)

[fr kath (neol Koumanoudis) αοριστολόγος, der of αόριστα w. suff -λόγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες