Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξύπνητος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξύπνητος -η -ο [aksípnitos] Ε5 : που δεν ξύπνησε, που δε σηκώθηκε από τον ύπνο. || (ως ουσ., λαϊκότρ.) ο αξύπνητος (ενν. ύπνος), ο θάνατος: Kοιμήθηκε τον αξύπνητο, πέθανε.

[α- 1 ξυπνη- (ξυπνώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξύπνητος1 [aksípnitos] ο,
  • sleep that knows no awakening, death:
    • κοιμάται τον αξύπνητο he is dead |
    • κοιμήθηκε τον αξύπνητο died |
    • ω, που να κοιμηθείς τον αξύπνητο! |
    • το κορίτσι μπαΐλντιζε απ' την κούραση κ' έπεφτε ψόφιο. Έτσι το 'βρισκε ο καταραμένος, μα τι διάβολο την ποτίζεις κ' έχει τον αξύπνητο; (Tsirkas) |
    • song κοιμήσου τον αξύπνητο, τον ύπνον του θανάτου (Syros) |
    • poem τότ' έγειρε κ' ύπνο βαθύ κι αξύπνητο εκοιμήθη (Tsirimokos) |
    • κοιμάται .. κι ο ~ δε θα 'ναι πιο βαρύς, όταν πεθάνει (Gryparis) |
    • κοιμάστε κι ο ~ ποτέ δε θ' απολείψει | απ' τη χλωμή σας θλίψη (Malakasis)

[substantiv. m of αξύπνητος2 by ellipsis of ύπνος fr used αξύπνητος ύπνος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξύπνητος2, -η, -ο [aksípnitos]
  • ① unawakened, sleeping (ant ξυπνημένος, ξυπνητός, ξύπνιος):
    • άφησ' το παιδί, είναι αξύπνητο
  • ② fig not awakened or aroused, dormant, quiet:
    • το καΐκι της συγκοινωνίας ακινητούσε μες στα αξύπνητα νερά του Ποτού (Vasilikos) |
    • το μητρικό φίλτρο | κλεισμένο μες στην ψυχή κάθε γυναίκας και αξύπνητο ακόμα στην ψυχή της Έρσης, ξύπνησε μεμιάς (Drosinis) |
    • όλα κείτουνται μέσα εκεί καταποντισμένα αξύπνητα "από της αμαθίας τον ύπνον" (ZLorentzatos) |
    • η συνείδηση κοιμάται αξύπνητη από καιρό σ' όλα τα πατριωτικά στήθη του έθνους (Karkavitsas) |
    • poem τα ερημικά χιονόσπιτα, κι αυτά μες στ' όνειρό τους | να τραγουδάνε αξύπνητα καιρό (Varnalis) |
    • ξυπνούν λιθάρια και κυλούν στ' αξύπνητα σκοτάδια (Christomanos)
  • ⓐ fig not alert, sleepy, lackward (syn καθυστερημένος):
    • ~ λαός |
    • αξύπνητο παιδί
  • ③ fr which one does not awaken easily or quickly, deep (syn βαθύς):
    • γαλήνιος κοιμάται πάντα τον αξύπνητο ύπνο του ο Δίας (Panagiotop) |
    • ξυπνάτε από τον ύπνο τον αξύπνητο, νεκροί (Vlachogiannis) |
    • poem και ήτανε σαν αξεδιάλυτο | ύπνου αξύπνητου χρυσόνειρο (Palam) |
    • τον αξύπνητο | τον ύπνο μην ταράζεις του Πατρόκλου (Skipis) |
    • ω δέος του αξύπνητου όνειρου, μεταρσιώσου (Boumis)
  • ⓑ fr which one does not awake, unending, final:
    • ο ~ ύπνος the sleep that knows no awakening, death (syn ο ~) |
    • το παιδάκι κοιμόταν μέσα στη μαύρη γη τον αξύπνητο ύπνο (MSigouros) |
    • poem μένα η κορφή και το τέλος του δρόμου είν' ~ ύπνος (Palam) |
    • κοιμήσου πια τον ύπνο σου που αξύπνητο | και γαληνό μόνος μας δίνει ο Xάρος (id.) |
    • βαθύς, ~ ο θάνατος, θαρρείς, τον είχε πάρει (Homer Od 13.80 Kaz-Kakr)

[cpd w. LMG ξυπνητός (Kriaras) ← εξυπνητός (: εξυπνώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες