Παράλληλη αναζήτηση
| 7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξόνι [aksóni] το,
- ① axle, shaft (syn άξονας):
- σιδερένιο ~| μια μέρα έσπασε το ~ από τον τροχό του βασιλικού αμαξιού (Kazantz) |
- πήρε μια μεγάλη ρόδα του κάρου, στέριωσε τη ρόδα σ' ένα ~ (PSolomos) |
- η πλάση τού φαινόταν σαν τροχός κι αυτός στη μέση το ~ (Prevelakis) |
- αξόνια, πανιά κι αντένες βογγάνε και κλαπατάρουνε στον άνεμο (Sfakianakis) |
- poem σκυφτός τ' αξόνια τους ψαχούλευε, τ' αδράχτια, τα μαγγάνια (Kazantz Od 1.584) |
- αλλού τ' ~, η ρόδα, η φτερωτή κι αλλού η κερκίδα, ο πύργος (ib 17.486) |
- πώς θα μπορέσω να σας σκώσω πάλι | στο ίσιο μυστικόν ~ | αγνάντια από τον ήλιο, | ..; (Sikel) |
- και τριζολογά αλαφρό | κάπου ~ γλιστερό (Agras)
- ② fig pivot:
- ο άνθρωπος έφτασε πια στη Φάανα, στην ένωση με το Θεό .., δηλαδή ~ του κόσμου, άστρο πολικό (Kazantz)
[fr MG αξόνιν ← MG αξόνιον ← K (2nd-1st c. BC)]
- ① axle, shaft (syn άξονας):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξονικά [aksoniká] adv (L)
- axially:
- στοά εκτεινόμενη σε~ παράλληλη διάταξη (Pallas) |
- ο ηλιακός (στη μορφή πλατιού διάδρομου) χωρίζει ~ την κατοικία σε δυο χώρους (Cypr) |
- της εξάστιχης επιγραφής οι στίχοι άνισοι στο μάκρος, είναι όλοι ~ ρυθμισμένοι
[der of αξονικός, cf kath (neol Koumanoudis) αξονικώς]
- axially:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξονικός -ή -ό [aksonikós] Ε1 : που έχει σχέση ή που αναφέρεται στον άξονα: ~ κύλινδρος. Aξονική κίνηση / συμμετρία. Aξονική τομογραφία*. ~ τομογράφος.
αξονικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. axonique (-ique = -ικός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξονικός1 [aksonikós] ο, usu pl αξονικοί οι, Europ. hist
- Axis partner:
- η υπόθεση παίρνει καθαρή μορφή επαναστάσεως κ' οι αξονικοί τρομάζουν για καλά (ChZalokostas) |
- οι αξονικοί βουβαίνονται, οι εφημερίδες δε γράφουν λέξη (id.) |
- οι καταστροφές που παθαίνουν πάλι οι αξονικοί είναι μεγάλες (id.) |
- το κόλπο είχε κινήσει πια την προσοχή των αξονικών (id.)
[substantiv. m of αξονικός3]
- Axis partner:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξονικός2, -ή, -ό [aksonikós]
- ① axial:
- αξονική ακτίνα axial ray |
- αξονική γραμμή axial line |
- αξονικό διάκενο axial clearance |
- ~ κύλινδρος |
- artill αξονική παρατήρηση axial observation |
- αξονική οδός axial road |
- αξονική μετατόπιση axial displacement |
- αξονική ροή axial flow |
- med ~ τομογράφος scanner |
- αξονική τομογραφία είναι η μέθοδος της δυνατότητας να δίνει τρισδιάστατη απεικόνιση των οργάνων του σώματος, ανιχνεύει έγκαιρα αλλοιώσεις |
- math αξονική δέσμη επιπέδων axial pencil of planes |
- theat αξονική σκηνοθεσία |
- αξονική τοποθέτηση |
- αξονική σύνθεση του εσωτερικού ενός κτιρίου |
- archit η αρχή της αξονικής συμμετρίας |
- ο μεσαίος κάτω από το κεντρικό ανθέμιο και σε αξονική σχέση με τη λαβή (Karouzou)
- ② fig pivotal, axial:
- η επιστήμη, η τέχνη και άλλα, όλα ανεξάντλητα στην πολυμορφία τους, κατά μια τους όψη κυκλώνουν τούτο το ένα αξονικό σημείο από μια καινούργια όψη (Tsatsos) |
- μιαν ορισμένη μέρα το παιδί κατά τρόπο μυστηριώδη κατασκευάζει μια συντακτική φράση· απ' αυτή τη μέρα το παιδί κατευθύνεται από τέτοιες αξονικές λέξεις, λέξεις άξονες, στο λεξιλόγιό του (Geros) |
- αναγνωρίζουμε τη σχέση του αξονικού στίχου με τα προηγούμενα, κυρίως με τα ρήματα πλάγχθη, ίδεν κλ (Maronitis) |
- ο Jaspers ονομάζει την εποχή αυτή αξονική, διότι κατ' αυτήν εστράφη ο άξονας της ιστορίας προς άλλες πνευματικές προοπτικές, οι οποίες δεσπόζουν στη δυτική συνείδηση έκτοτε (Malevitsis) |
- τη λαογραφία ο Γ. Mέγας εδίδασκε με βάση το αξονικό διελληνικό πνεύμα της παραδοσιακής συνέχειας |
- ο χριστιανισμός στην πρωταρχική του προελληνική υπόσταση ως καθαρή διδασκαλία της αγάπης δεν κατέχει την αξονική θέση που κατέχει ο ελληνικός λόγος στην ιστορική ζωή (Tsatsos, adapted) |
- αυτή η δημοτική είναι η λαμπερή, αξονική, αυλική και βουλευτική δημοτική της Iταλίας (Karouzos)
[fr kath (neol Koumanoudis), der of άξων]
- ① axial:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξονικός3, -ή, -ό [aksonikós] (sp. also Aξονικός) (L) Europ. hist
- of the Axis (s. Άξονας):
- η αξονική κατοχή της Eλλάδος (1941-44) |
- αξονικά αυτοκίνητα, πλοία |
- η αξονική ηγεσία |
- αξονικές ειδήσεις και συμμαχικές ειδήσεις |
- στην αξονική Iαπωνία φαίνεται τόσο απίστευτο το γεγονός, ώστε καταγγέλλεται ότι η Eλλάς επετέθη κατά της Iταλίας (Terzakis)
[fr kath, der of Άξων]
- of the Axis (s. Άξονας):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξονίσκος [aksonískos] ο, (L)
- pin, spigot:
- ~εμβόλου piston pin, wrist pin |
- ~ αλλαγής ταχυτήτων shift rod |
- ~ περιστροφής trunnion
[fr kath αξονίσκος ← K]
- pin, spigot:



