Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξυρισιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξυρισιά η [aksirisxá] Ο24 : η κατάσταση του αξύριστου.

[α- 1 ξυρισ- (ξυρίζω) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξυρισία [aksirisía] η, (αξουρισία, αξυρισιά & αξουρισιά)
  • the state of being unshaven for long, scrubby beard:
    • τι αξυρισιά είν' αυτή! what an unshaven mess! |
    • από την αξυρισιά ξεχωρίζαμε τους εργάτες μας |
    • ορισμένες λαϊκές μορφές των εικόνων του Γκόγια |
    • μορφές κτηνώδεις, .. με το πρόσωπο μαύρο από την ~ (Ouranis) |
    • πρόσωπα μαύρα από την ~ μάς κοιτάζουν να περνάμε (id.)

[fr kath αξυρισία (Koumanoudis), while form αξουρισιά is postmed (Somavera), the formation based on K ξύρησις 'shaving']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες