Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξονικά [aksoniká] adv (L)
- axially:
- στοά εκτεινόμενη σε~ παράλληλη διάταξη (Pallas) |
- ο ηλιακός (στη μορφή πλατιού διάδρομου) χωρίζει ~ την κατοικία σε δυο χώρους (Cypr) |
- της εξάστιχης επιγραφής οι στίχοι άνισοι στο μάκρος, είναι όλοι ~ ρυθμισμένοι
[der of αξονικός, cf kath (neol Koumanoudis) αξονικώς]
- axially:



