Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξονικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αξονικά [aksoniká] adv (L)
  • axially:
    • στοά εκτεινόμενη σε~ παράλληλη διάταξη (Pallas) |
    • ο ηλιακός (στη μορφή πλατιού διάδρομου) χωρίζει ~ την κατοικία σε δυο χώρους (Cypr) |
    • της εξάστιχης επιγραφής οι στίχοι άνισοι στο μάκρος, είναι όλοι ~ ρυθμισμένοι

[der of αξονικός, cf kath (neol Koumanoudis) αξονικώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες