Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιόπρεπα [aksióprepa] adv
- in a dignified manner, decorously, decently (syn L αξιοπρεπώς 2):
- δικηγορεί, παρουσιάζεται, πεθαίνει ( |
- έφαγαν φρόνιμα και ( |
- κι ως έφευγε, τον κοίταζαν οι δικοί του, δίχως κλάματα .., ( και σοβαρά (Petsalis) |
- κατόπι κουμπώνει, πολύ (, την ξεβαμμένη και χιλιομπαλωμένη ρεντιγκότα του (Karagatsis)
[der of αξιόπρεπος]
- in a dignified manner, decorously, decently (syn L αξιοπρεπώς 2):



