Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιόπρεπα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αξιόπρεπα [aksióprepa] adv
  • in a dignified manner, decorously, decently (syn L αξιοπρεπώς 2):
    • δικηγορεί, παρουσιάζεται, πεθαίνει ( |
    • έφαγαν φρόνιμα και ( |
    • κι ως έφευγε, τον κοίταζαν οι δικοί του, δίχως κλάματα .., ( και σοβαρά (Petsalis) |
    • κατόπι κουμπώνει, πολύ (, την ξεβαμμένη και χιλιομπαλωμένη ρεντιγκότα του (Karagatsis)

[der of αξιόπρεπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες