Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιόποινο [aksiópino] το, (L) law
- liability to due punishment, punishability:
- το ~ της μοιχείας, της πράξεως |
- η καταδίκη των κορυφαίων εξαλείφει το ~ των βασανιστών; |
- η συντακτική πράξη καθορίζει το ~ του πραξικοπήματος
[fr kath το αξιόποινον, substantiv. n of K αξιόποινος]
- liability to due punishment, punishability:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιόποινος -η -ο [aksiópinos] Ε5 : για τον οποίο πρέπει να επιβληθεί ποινή, τιμωρία, συνήθ. για παραβίαση του ποινικού νόμου: H κλοπή / η ψευδορκία είναι αξιόποινη πράξη.
[λόγ. αξιο- + ποιν(ή) -ος μτφρδ. γαλλ. digne de punition (διαφ. το ελνστ. ἀξιόποινος `που τιμωρεί δίκαια΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιόποινος, -η, -ο [aksiópinos] (L)
- deserving punishment, punishable, criminal (syn αξιοτιμώρητος):
- αξιόποινη δήλωση, πράξη |
- αξιόποινο αδίκημα |
- ο πληθυσμός συντηρεί υψηλήν εγκληματικότητα, σκεπάζει τις αξιόποινες πράξεις, προφυλάει τους ενόχους κλ (Theotokas)
[fr kath αξιόποινος ← K]
- deserving punishment, punishable, criminal (syn αξιοτιμώρητος):



