Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αξιόμεμπτος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιόμεμπτος -η -ο [aksiómemptos] Ε5 : για συμπεριφορά, ενέργεια κτλ. που είναι αντίθετη με τους κανόνες της ηθικής, της δεοντολογίας: Aξιόμεμπτες πράξεις.

[λόγ. αξιο- + μεμπ- (μέμφομαι) -τος κατά το αντ. αξιέπαινος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιόμεμπτος, -η, -ο [aksiómemptos] (L)
  • deserving to be censured, reproachable, reprehensible (syn αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος):
    • πολλοί από εκείνους που τους ξεφεύγει η ευκαιρία ν' αποκτήσουν όνομα με πράξεις αξιέπαινες, κάνουν ό,τι μπορούν για να τ' αποκτήσουν με πράξεις αξιόμεμπτες (Kanellop)

[fr kath (neol Koumanoudis) αξιόμεμπτος, cpd w. μεμπτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go