Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιόλογα [aksióloγa] adv
- ① eminently, noteworthily, remarkably (syn phr με αξιόλογο τρόπο):
- το πνεύμα το εξυπηρετεί ο ελληνιστής ~ μονάχα γιατί είναι καλός γραμματικός (Palam) |
- ο Σωκράτης έζησε με βαθύτατη συνείδηση, επικίνδυνα και ~ (Theodorakop)
- ② very well, perfectly well (syn θαυμάσια, κάλλιστα) (usu w. μπορώ):
- το έργο του θα μπορούσε ~ να χαρακτηρισθεί και δοκίμιο |
- η τελευταία χειμερινή θεατρική περίοδος έδωσε την ευκαιρία να εξετασθούν μερικά ζητήματα που μπορεί αξιολογότατα να παρουσιαστούν και σε μας (Athanasiadis-N)
[der of αξιόλογος; cf PatrG, AG ἀξιολόγως]
- ① eminently, noteworthily, remarkably (syn phr με αξιόλογο τρόπο):