Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιωματικός -ή -ό
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιωματικός ο [aksiomatikós] Ο17 θηλ. αξιωματικός [aksiomatikós] Ο34 & (οικ.) αξιωματικίνα [aksiomatiína] Ο26 : 1.γενικός χαρακτηρισμός των βαθμοφόρων που ανήκουν στις μεσαίες και ανώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας ή άλλου σώματος με στρατιωτική οργάνωση: Aνώτατος / ανώτερος / κατώτερος ~. ~ του στρατού ξηράς / του ναυτικού / της αεροπορίας. Έφεδρος / μόνιμος ~. ~ υπηρεσίας*. Mάχιμος ~. Aπόστρατος / εν ενεργεία ~. || Σχολή αξιωματικών αδερφών νοσοκόμων. 2. πιόνι στο σκάκι που μετακινείται μόνο διαγώνια· τρελόςII.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. < επίθ. αξιωματικός (πρβ. μσν. αξιωματικοί `μεγαλουσιάνοι΄) σημδ. γαλλ. officier· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· αξιωματικ(ός) -ίνα]

[Λεξικό Κριαρά]
αξιωματικός, επίθ.
  • Που σχετίζεται ή αναφέρεται σε αξιώματα:
    • περί την ηγεμονίαν ταύτην αξιωματικότερον (Δούκ. 1716).
  • Tο αρσ. ως ουσ. = αξιωματούχος:
    • ευτυχείς αξιωματικούς … απέδειξαν (αυτ. 1719).

[μτγν. επίθ. αξιωματικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιωματικός -ή -ό [aksiomatikós] Ε1 : (λόγ.) I. που έχει το κύρος που απορρέει από κάποιο αξίωμα· επίσημος: Aξιωματικό ύφος. ~ τόνος. Aξιωματική αντιπολίτευση, το επίσημα αναγνωρισμένο μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης στη βουλή. || Ο ~ ρόλος των νέων στην ποίηση. II. (επιστ.) που έχει σχέση ή που προέρχεται από ένα αξίωμαII: Aξιωματική μέθοδος / αλήθεια. ~ τρόπος.

[λόγ.: Ι: ελνστ. ἀξιωματικός `που έχει υψηλή θέση΄· ΙΙ: γαλλ. axiomatique < axiome < αρχ. ἀξίωμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιωματικός1 [aksiomatikós] ο, milit, police etc
  • commissioned officer, officer:
    • δόκιμος, έφεδρος, μόνιμος ~ |
    • ~ σε αποστρατεία retired officer |
    • ~ υπηρεσίας duty officer |
    • ~ αναγνωρίσεως reconnaissance officer |
    • ~ εμπορικού ναυτικού officer of the merchant marine |
    • ~ επικεφαλής officer in charge |
    • ~ επιτελείου staff officer |
    • ~ ιατρός medical officer |
    • ~ καταστρώματος deck officer |
    • ~ κινήσεως motor transport officer |
    • ~ κινήσεως αεροδρομίου flight controller |
    • ~ πολεμικού ναυτικού naval officer |
    • ~ πορείας navigating officer |
    • ~ πυρασφαλείας fire marshal |
    • ~ σύνδεσμος liaison officer |
    • ~ φυλακής officer of the watch |
    • πρώτος, δεύτερος, τρίτος ~ 1st, 2nd, 3rd mate |
    • μου λέγει να φωνάξω όλους τους αξιωματικούς να πάμε να φάμε ψωμί εις την κάμαρη (Makryg) |
    • είχαν φιλοξενήσει έναν περαστικό Aυστραλό αεροπόρο, αξιωματικό (Venezis)

[fr MG, PatrG ← K ἀξιωματικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιωματικός2, -ή, -ό [aksiomatikós] (L)
  • ① philos related or pertaining to axioms, axiomatic:
    • αξιωματική ανάλυση, διατύπωση, έκφραση, πρόταση, υπόσταση |
    • καταλήγει σε συμπεράσματα απαράδεκτα αξιωματικά |
    • ο φιλοσοφικός στοχασμός έχει αναπόφευκτα αξιωματικό χαρακτήρα |
    • με τις τέσσερις τούτες θέσεις συγκροτήσαμε ένα ηθικό αξιωματικό σύστημα, κάτι ανάλογο με το αξιωματικό σύστημα της αριθμητικής (Platis)
  • ② authoritative (near-syn αυθεντικός):
    • έχει μια ελαφρά διάθεση στον αξιωματικό τόνο (Papantoniou) |
    • σεβόμαστε τους ανθρώπους που διδάσκουν με αξιωματικό ύφος (Charis) |
    • τα ιδεολογικά του μανιφέστα τα θέλει αξιωματικά και αποκαλυπτικά (Theotokas) |
    • με τον τρόπο τούτο η επιβολή της νουθεσίας του ποιήματος είναι μεγαλύτερη και αξιωματικότερη (Chourmouzios, adapted)
  • ③ commonly recognized as most prominent, leading:
    • αξιωματική αντιπολίτευση |
    • οι ταγοί που με τόση μετριοφροσύνη δίνουν στον εαυτό τους το όνομα της αξιωματικής πνευματικής ηγεσίας μιλούν ακατάπαυστα για την αξία της κλασικής παιδείας (Papanoutsos)

[fr kath ← MG, PatrG ← K, AG ἀξιωματικός 'dignified, honorable, axiomatic']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες