Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιωματικοποίηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αξιωματικοποίηση [aksiomatikopíisi] η, (L) philos etc
  • reduction to a system of axioms, axiomatization (syn αξιωματοποίηση):
    • η ~ των συστημάτων της θεωρητικής φυσικής προσκρούει σε ορισμένες δυσκολίες (Vasileiou)

[fr kath (neol) αξιωματικοποίησις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες