Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιωματικίνα [aksiomaticína] η,
- female officer (syn η αξιωματικός):
- στην εποχή μας ο στρατός έχει και στρατιωτίνες και αξιωματικίνες
[der of αξιωματικός1 w. suff -ίνα]
- female officer (syn η αξιωματικός):