Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιωματική [aksiomaticí] η, (L) philos, logic etc
- critical investigation of axioms, axiomatics:
- υπάρχουν πολλά λογικά συστήματα του τύπου της τροπικής λογικής, μερικά των οποίων προκύπτουν από απλή πρόσληψη στην ~ της κλασικής λογικής αξιωμάτων (Vasileiou)
[substantiv. f of kath αξιωματικός2]
- critical investigation of axioms, axiomatics:



