Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιωματικάκι [aksiomatikáci] το,
- little or young officer:
- βγαίνει περίπατο το ~ από το Aλκαζάρ (Papantoniou) |
- ένα πρωί παρουσιάστηκε στην πρεσβεία ένας αξιωματικός του ναυτικού, ένα ~, ένα παλληκαράκι ως δεκαεπτά χρονώ (Petsalis)
[der form of αξιωματικός1]
- little or young officer: