Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιωματικά [aksiomatiká] adv (L)
- ① w. authority, authoritatively:
- τα λόγια του δασκάλου σκεπάζονταν από κάποιο λογιοτατίστικο τροπάρι ~ στιχουργημένο (Palam) |
- ο βηματάρης παίρνει ένα ένα τα λείψανα από ένα συρτάρι, κι αφού τα φιλήσει ο ίδιος, σας δείχνει ένα κομμάτι ποδιού ή χεριού λέγοντάς σας ~ |
- "Aσπασθείτε!" (Ouranis)
- ② in a manner admitting no challenge, dogmatically (near-syn δογματικά):
- εμάθαμε να μιλούμε ~, ν' αποθεώνουμε προαιώνιες πλάνες (Panagiotop) |
- η άποψή μας είναι δύσκολο να διατυπωθεί ~, αφού οι γνώσεις που έχουμε είναι τόσο περιορισμένες (Despinis)
[der of αξιωματικός2; cf kath αξιωματικώς]
- ① w. authority, authoritatively:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιωματικάκι [aksiomatikáci] το,
- little or young officer:
- βγαίνει περίπατο το ~ από το Aλκαζάρ (Papantoniou) |
- ένα πρωί παρουσιάστηκε στην πρεσβεία ένας αξιωματικός του ναυτικού, ένα ~, ένα παλληκαράκι ως δεκαεπτά χρονώ (Petsalis)
[der form of αξιωματικός1]
- little or young officer: