Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοσύστατος, -η, -ο [aksiosístatos] (L)
- recommendable, commendable, advisable:
- αξιοσύστατη αγωγή, κριτική, μελέτη, προσπάθεια, συμπεριφορά |
- αξιοσύστατο βιβλίο, πρόσωπο |
- το συχνό πουδράρισμα είναι αξιοσύστατο γιατί έτσι απορροφώνται οι υπερεκκρίσεις |
- η δωρεά του σώματος και ιδιαίτερα οργάνων (π.χ. νεφρών) είναι αξιοσύστατη εκδήλωση αλτρουισμού και αγάπης
[fr kath (neol Koumanoudis) αξιοσύστατος, cpd w. K συστατός; cf cpds w. -σύστατος]
- recommendable, commendable, advisable:



