Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοπερίεργο [aksioperíerγo] το, (L)
- ① object or fact arousing curiosity, curiosity, oddity:
- κάτι μικρές εικόνες παρίσταναν τ' αξιοπερίεργα της γης (Xenop) |
- τον θεωρούν πλέον ως ένα μουσειακό ( χωρίς καμιά αρετή ζωντανή και συγχρονισμένη (Athanasiadis-N)
- ② peculiarity (syn παραξενιά):
- σαν πρωτόγονα όργανα μουσικής αναφέρω, για το αξιοπερίεργό τους, τις σύριγγες με τις τέσσερες νότες ή τους αιγυπτιακούς αυλούς (Moustoxydis)
[substantiv. n of αξιοπερίεργος]
- ① object or fact arousing curiosity, curiosity, oddity:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιοπερίεργος -η -ο [aksioperíerγos] Ε5 : που είναι τόσο ασυνήθιστος, ώστε προκαλεί την περιέργεια: Aξιοπερίεργο φαινόμενο / γεγονός. || (ως ουσ.) το αξιοπερίεργο: Tι το αξιοπερίεργο βλέπεις στη συμπεριφορά του; Mάζευε σπάνια φυτά, βαλσαμωμένα πουλιά κι άλλα αξιοπερίεργα.
[λόγ. αξιο- + περιέργ(εια) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοπερίεργος, -η, -ο [aksioperíerγos]
- curious, odd, peculiar, strange (near-syn παράδοξος, παράξενος):
- αξιοπερίεργο εφεύρημα, θέαμα, κατόρθωμα, πρόσωπο, τέρας, φαινόμενο |
- αξιοπερίεργη περίπτωση |
- ο κόσμος των περιηγητών που επισκέπτεται το Σαν Mαρίνο πηγαίνει για να ιδεί την ίδια την αξιοπερίεργη υπόστασή του (Ouranis, adapted) |
- γιατί τους κοίταζαν έτσι επίμονα σαν να 'τανε αξιοπερίεργα όντα; (Roussos)
[fr kath (neol Koumanoudis), cpd w. περίεργος]
- curious, odd, peculiar, strange (near-syn παράδοξος, παράξενος):



