Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αξιοπαρατήρητος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αξιοπαρατήρητος, -η, -ο [aksioparatíritos] (L)
  • remarkable, noteworthy (syn αξιοπρόσεκτος, αξιοσημείωτος):
    • αξιοπαρατήρητη αντίθεση, είδηση, σύμπτωση |
    • αξιοπαρατήρητο κορίτσι, αξιοπαρατήρητο γεγονός |
    • βρίσκω (νομίζω) αξιοπαρατήρητο (το) ότι I find (consider) it remarkable that |
    • δεν είχαμε σχεδόν κανένα ανθρώπινο έργο αξιοπαρατήρητο (Thrylos) |
    • αξιοπαρατήρητη πραγματικά είναι την εποχή αυτή η συνείδηση των κοινών εθνικών και θρησκευτικών δεσμών των Eλλήνων (Vacalop)

[fr kath (neol Koumanoudis) αξιοπαρατήρητος, cpd w. παρατηρητός; cf απαρατήρητος, ευπαρατήρητος etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go