Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοπαρατήρητα [aksioparatírita] adv
- noticeably, remarkably (syn αξιοπρόσεκτα):
- εκείνοι που δουλεύουνε ίσως πλέον ~, συνειδητότερα και την κριτική των λογοτεχνικών έργων είναι απλούστατα ποιητές (Palam)
[der of αξιοπαρατήρητος]
- noticeably, remarkably (syn αξιοπρόσεκτα):



