Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αξιολογώ
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιολογώ [aksioloγó] -ούμαι Ρ10.9 : με κριτήρια υποκειμενικά ή αντικειμενικά προσδιορίζω την αξία, τη σημασία, την ποιότητα ενός πράγματος συγκρίνοντάς το με άλλα όμοια: Aξιολόγησε όλα τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του. || Πρέπει ν΄ αξιολογεί κανείς τις ανάγκες του, ακολουθώντας την παραπάνω διαδικασία να δίνει προτεραιότητα στις πιο επείγουσες ή σημαντικές.

[λόγ. αξιόλογ(ος) -ώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιολογώ [aksioloγó] αξιολογείς, ipf αξιολογούσα, aor αξιολόγησα, pass αξιολογούμαι, aor αξιολογήθηκα (subj αξιολογηθώ)
  • judge the merit or value of s.o. or sth, evaluate, assess (syn αποτιμώ, εκτιμώ):
    • ~ ένα έργο τέχνης, τη ζωγραφική, την ποίηση |
    • ~ την προσφορά, τη συμβολή, τις πράξεις κάποιου |
    • ~ αρνητικά, θετικά, ψυχολογικά |
    • οι απλοϊκοί αυτοί άνθρωποι αξιολογούν τον συνάνθρωπό τους πιότερο με ηθικά παρά με πνευματικά κριτήρια (Karagatsis) |
    • για να συλλάβουμε, να ερμηνεύσουμε, να αξιολογήσουμε το νόημα ενός τέτοιου βιβλίου πρέπει πρώτιστα να νοιώσουμε τα πρόσωπά του (Theotokas) |
    • έτσι έβλεπε και αξιολογούσε ο άνθρωπος τον κόσμο και τη ζωή γύρω του σε όλους τους καιρούς (Papanoutsos) |
    • πριν μπούμε στην εξέταση του τρόπου με τον οποίο τα πολιτικά κόμματα αξιολόγησαν το αποτέλεσμα, ας συνοψίσουμε αντικειμενικά τα δεδομένα του ψηφίσματος (Christidis) |
    • είναι της μόδας να αξιολογείται κάθε μας πνευματική εκδήλωση με τα ρομαντικά αυτά εθνικά κριτήρια (Evangelidis) |
    • | also intr |
    • κινείται, θυμάται, κρίνει και αξιολογεί, κοιτάζοντας με τα μάτια της ψυχής (Michelis)
  • ⓐ review critically:
    • τους δύο τελευταίους αιώνες η κλασική φιλολογία εδίδαξε τους ανθρώπους να διαβάζουν και ν' αξιολογούν τα αρχαία κείμενα (Theodorakop)

[fr kath αξιολογώ ← K; cf αξιολογούμενος (Dion. Halic.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιολογών, -ούσα, -ούν [aksioloγón] (L)
  • evaluating:
    • συγχέεται η υποτιθέμενη πηγή των ηθικών αξιών με τα κίνητρα των αξιολογούντων προσώπων (Papanoutsos)

[fr kath αξιολογών, prp of αξιολογώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go