Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιολογικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αξιολογικά [aksioloyiká] adv (L)
  • fr an evaluative point of view, axiologically (syn L αξιολογικώς):
    • ~ αδιάφορος, ανώτερος, δευτερότερος, κατώτερος, ουδέτερος |
    • θεμελιωμένος, οργανωμένος, φθαρμένος ~ |
    • αποτιμώ, κρίνω, μιλώ ~ |
    • παράλληλες ~ εκδηλώσεις της πνευματικής μας ζωής είναι η επιστήμη, η τέχνη, η ηθική και καμιάν ιεραρχική διάρθρωση δεν εννοούμε πίσω απ' αυτή τη διαίρεση (Papanoutsos) |
    • το άγαλμα είναι χρονολογικά και ~ η πρώτη κλασική παράσταση της μεγάλης θεάς (Despinis) |
    • η ηθική ερμηνεύει ~ τη ζωή του ανθρώπου (Theodorakop)

[der of αξιολογικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες