Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιολάτρευτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αξιολάτρευτα [aksiolátrefta] adv
  • in an adorable manner, adorably, charmingly:
    • το χρυσάφι του ηλιογερμού απλώνεται στον ορίζοντα λεπτοχάραγο ~ (Palam)

[der of αξιολάτρευτος; cf kath (Koumanoudis) αξιολατρεύτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες