Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοκρατικά [aksiokratiká] adv (L)
- according to meritocratic principles, meritocratically:
- η πολιτεία οργανώνεται ~ |
- η παιδεία πρέπει να δημιουργεί ~ ιθύνουσα τάξη και κοινωνικά στελέχη
[der of αξιοκρατικός]
- according to meritocratic principles, meritocratically:



