Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοθαύμαστα [aksioθávmasta] adv (L)
- in a manner causing admiration, admirably, wonderfully (syn θαυμάσια, καταπληκτικά):
- οι θεατρικές στήλες των εφημερίδων είναι ~ ενημερωμένες στα οικογενειακά των ηθοποιών (Palaiologos, adapted) |
- ο άνθρωπος έχει τη δύναμη ν' αναπροσαρμόζει το περιβάλλον προς τις ανάγκες του και μάλιστα ~ (Theodorakop) |
- ο Kαζαντζάκης εκμεταλλεύεται ~ το γεγονός ότι η γλώσσα μας βρίσκεται στο δρόμο της διαμόρφωσης (Chatzinis)
[der of αξιοθαύμαστος; cf kath (neol Koumanoudis) αξιοθαυμάστως]
- in a manner causing admiration, admirably, wonderfully (syn θαυμάσια, καταπληκτικά):



