Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιοθαύμαστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αξιοθαύμαστα [aksioθávmasta] adv (L)
  • in a manner causing admiration, admirably, wonderfully (syn θαυμάσια, καταπληκτικά):
    • οι θεατρικές στήλες των εφημερίδων είναι ~ ενημερωμένες στα οικογενειακά των ηθοποιών (Palaiologos, adapted) |
    • ο άνθρωπος έχει τη δύναμη ν' αναπροσαρμόζει το περιβάλλον προς τις ανάγκες του και μάλιστα ~ (Theodorakop) |
    • ο Kαζαντζάκης εκμεταλλεύεται ~ το γεγονός ότι η γλώσσα μας βρίσκεται στο δρόμο της διαμόρφωσης (Chatzinis)

[der of αξιοθαύμαστος; cf kath (neol Koumanoudis) αξιοθαυμάστως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες