Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιοθέατος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιοθέατος -η -ο [aksioθéatos] Ε5 : που αξίζει να τον δει κανείς. || (ως ουσ.) τα αξιοθέατα, μνημεία ή τοπία ιδιαίτερης ομορφιάς ή σπουδαιότητας που αξίζει να τα επισκεφθεί κανείς ως επισκέπτης, ως τουρίστας: Είδατε όλα τα αξιοθέατα της Θεσσαλονίκης;

[λόγ. < αρχ. ἀξιοθέατος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιοθέατος, -η, -ο [aksioθéatos] (L)
  • well worth seeing:
    • αξιοθέατη τοποθεσία, χώρα |
    • αξιοθέατο κτίριο, μνημείο |
    • η Bέρνη είναι η πιο αξιοθέατη πολιτεία του κόσμου (Chatzinis) |
    • μπορούσες να συναπαντήσεις .. ανθρώπους της ανατολής, μελαμψούς, πολυθόρυβους, φαντασμαγορικούς και αξιοθέατους (Panagiotop)

[fr kath αξιοθέατος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες