Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξινάριν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αξινάριν το· ’ξινάριν.
  • Σκαπάνη στενή, τσάπα:
    • εσκίσαν μέσα την κερατσίαν με το ’ξινάριν (Mαχ. 6416).

[μτγν. ουσ. αξινάριον. Τ. ‑ι, κ.ά. ιδιωμ. O τ. και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες