Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιανάγνωστος, -η, -ο [aksianáγnostos] (L)
- worthy to be read, worth-reading (syn αξιοδιάβαστος):
- αξιανάγνωστο βιβλίο, έργο, κείμενο |
- αξιανάγνωστη μελέτη |
- θα μπορούσε ν' ανοιχθεί στην ιστορία της συγκριτικής λογοτεχνίας ένα κεφάλαιο αξιανάγνωστο (Palam)
[fr kath (neol Koumanoudis) αξιανάγνωστος, cpd of άξιος & *αναγνωστός]
- worthy to be read, worth-reading (syn αξιοδιάβαστος):



