Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αξιανάγνωστος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αξιανάγνωστος, -η, -ο [aksianáγnostos] (L)
  • worthy to be read, worth-reading (syn αξιοδιάβαστος):
    • αξιανάγνωστο βιβλίο, έργο, κείμενο |
    • αξιανάγνωστη μελέτη |
    • θα μπορούσε ν' ανοιχθεί στην ιστορία της συγκριτικής λογοτεχνίας ένα κεφάλαιο αξιανάγνωστο (Palam)

[fr kath (neol Koumanoudis) αξιανάγνωστος, cpd of άξιος & *αναγνωστός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go