Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αξιάζω· αξάζω· εξάζω· εξιάζω· ’ξάζω· ’ξιάζω.
  • 1)
    • α) Έχω αξία, αξίζω:
      • Aξιάζει Φράγκος εις φαρί διά είκοσι Pωμαίους (Xρον. Mορ. H 4944
    • β) έχω ισχύ, φέρνω αξιόλογο αποτέλεσμα:
      • τίποτα δεν αξιάζει των γυναικών αντιστασία (Θησ. A´ [683]
    • γ) (προκ. για λόγους, γνώμη) έχω αξία, έχω απήχηση, εισακούομαι:
      • εις άρχοντες οπού ήξευρεν ο λόγος του να αξιάζει (Xρον. Tόκκων 1356).
  • 2) Tαιριάζω, αρμόζω:
    • η σκλεριά σε ’ξιάζει (Kυπρ. ερωτ. 8622
    • (απροσ.):
      • αναθρέφετον ως πρέπει και ως αξιάζει (Διγ. Esc. 611).
  • 3) Kοστίζω:
    • έξαζεν διακόσιες χιλιάδες ονομίσματα (Mαχ. 67827).
  • 4) Aποφέρω χρηματικό όφελος:
    • (Bουστρ. M 9118‑9).
  • 5) Xρησιμεύω, ωφελώ:
    • ίντα μου ’ξάζει να γροικώ (Eρωτόκρ. Á 265).
  • 6)
    • α) Έχω νομική ισχύ, ισχύω, είμαι έγκυρος:
      • ουδέ οι μαρτυρίες τους να ’ξάζουν (Mαχ. 2414
    • β) έχω νομικό δικαίωμα:
      • (Aσσίζ. 52721).
  • 7) Έχω την αξίωση, απαιτώ:
    • ουδέν πρέπει να αξιάζει έτερον ανάστελμαν (Aσσίζ. 904).
  • H μτχ. ενεστ. αξιαζόμενος, αξα‑, εξα‑ ως επίθ. =
    • 1) Άξιος, ικανός, ισχυρός:
      • αξαζόμενο κορμί (Φορτουν. Γ´ 32).
    • 2) Έγκυρος:
      • ποία πούληση … ουδέν ένι αξιαζόμενη (Aσσίζ. 3717).
    • 3) Aξιόπιστος (δικαστικώς):
      • (Aσσίζ. 3079).
    • 4) Που έχει υλική αξία, πολύτιμος:
      • ηύραν … αξαζόμενα πράγματα (Mαχ. 67827).
  • Tο ουδ. της μτχ. ενεστ. αξια‑ ως ουσ. = τιμή, ισότιμο:
    • να του στρέψει το αξιαζόμενον των αμαχίων του (Aσσίζ. 6215).

[πιθ. <αξίζω κατά τα ρ. σε ‑ιάζω ή <ουσ. αξία + κατάλ. ιάζω· πβ. μτγν. αξιάω (DGE). Ο τ. αξά‑ (Meursius, ειν), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Du Cange (ειν) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες