Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξετρύπωτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξετρύπωτος 1 -η -ο [aksetrípotos] Ε5 : (οικ.) που δεν τον έχουν ξετρυπώσει 1, δεν τον έχουν βρει, ανακαλύψει.

[α- 1 ξετρυπώ(νω) 1 -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξετρύπωτος 2 -η -ο : για κτ. που δεν το έχουν ξετρυπώσει 2, που δεν του έχουν βγάλει τα τρυπώματα: H φούστα έμεινε αξετρύπωτη, με τα τρυπώματα.

[α- 1 ξετρυπώ(νω) 2 -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξετρύπωτος, -η, -ο [aksetrípotos]
  • ① not driven out of a hole, not ferreted out, unferreted:
    • ~ λαγός, αξετρύπωτο θήραμα
  • ⓐ covered, not found (ant ξετρυπωμένος):
    • τα παλιά βιβλία μείναν αξετρύπωτα στο σεντούκι
  • ② sewing fr which the basting stitches have not been removed (ant ξετρυπωμένος):
    • αξετρύπωτο μανίκι, φόρεμα

[cpd w. *ξετρυπωτός (: ξετρυπώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες