Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξεπέραστο [aksepérasto] το,
- that which has not been overtaken or surpassed, the unsurpassable (syn το ανυπέρβλητο):
- κάθε στιγμή είμαστε πιο νέοι· νέο είν' αυτό που έρχεται, να, που ήρθε, το φρέσκο, το ~(Myriv) |
- το δαιμόνιο των λεύτερων ανθρώπων μπορεί να πλάσει το υψηλό, το ωραίο, το ~ (Karagatsis)
[substantiv. n of αξεπέραστος]
- that which has not been overtaken or surpassed, the unsurpassable (syn το ανυπέρβλητο):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξεπέραστος -η -ο [aksepérastos] Ε5 : ΣYN ανυπέρβλητος. 1. για κτ. που δεν μπορεί να το ξεπεράσει, να το υπερνικήσει κάποιος: Είχε μπροστά του αξεπέραστες δυσκολίες. Kανένα εμπόδιο δε στάθηκε γι΄ αυτόν αξεπέραστο. 2. που είναι ασυναγώνιστος, εξαιρετικός, από τον οποίο δεν υπάρχει καλύτερος: Οι Hπειρώτες χτίστες ήταν αξεπέραστοι στο είδος τους. H γοητεία που ασκεί η θάλασσα είναι αξεπέραστη.
αξεπέραστα ΕΠIΡΡ. [α- 1 ξεπερασ- (ξεπερνώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξεπέραστος, -η, -ο [aksepérastos]
- ① not crossed, uncrossed, impassable (syn απέραστος):
- όριο, φράγμα αξεπέραστο |
- η απόσταση μεταξύ των συζύγων είναι πολλές φορές αξεπέραστη |
- το είδος της δικής τους δημιουργίας τους βάζει δυσκολοπέραστα σύνορα, αξεπέραστα (Karouzos) |
- οι πιο συνειδητοί επαναστάτες θέλανε να χωρίσουνε μ' αξεπέραστα ορόσημα τους ραγιάδες από το δυνάστη (Melas) |
- είχαν εμπλακεί σε σκληρή μάχη στη μπασιά μιας κλεισούρας, αξεπέραστης σαν κόλαση από τις εχθρικές φωλιές (ADoxas)
- ② not to be transgressed, not transgressed, untransgressed (syn απαράβατος, απαραβίαστος):
- υπάρχουν παντού και πάντα κάποια σύνορα που πρέπει να μένουν αξεπέραστα προς όφελος όλων (Panagiotop) |
- πέρ' απ' τους νόμους της κοινωνίας, υπάρχει ο ~ νόμος της ζωής (Chatzianagnostou)
- ③ not outdated, not antiquated (ant ξεπερασμένος):
- αξεπέραστες αλήθειες, ιδέες, παραδόσεις |
- οικοδομούμε την εθνική μας θέση όχι σε ξεπερασμένους εθνικισμούς, αλλά στην αιώνια αξεπέραστη αξία της ελληνικής ελευθερίας (Tsatsos)
- ④ unsurpassed, matchless, superb (syn άφθαστος):
- ~θεατρικός ρόλος |
- πρότυπο αξεπέραστο |
- αξεπέραστο ρεκόρ unbroken record |
- φαινόμενο μοναδικό και αξεπέραστο στην ιστορία του πολιτισμού |
- έχτισαν μνημεία αξεπέραστα ως σήμερα |
- πώς το κατορθώσανε αυτό οι αξεπέραστοι πρόγονοί μας; (Psichari) |
- έπιπλα δουλεμένα με μια ικανότητα συνδυασμών που μένει αξεπέραστη πάντα (Panagiotop, adapted) |
- το βιβλιαράκι .. παραμένει αξεπέραστο σαν μαρτυρία αξιόπιστης πηγής (Tsirpanlis)
- ⓐ unsurpassable, incomparable, inimitable (syn ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος, άριστος, εξαιρετικός):
- ~ άθλος, μάστορας, ναύτης |
- ~ μυθιστοριογράφος |
- ~ πολιτισμός |
- ~ στίχος |
- αξεπέραστη δεξιοτεχνία, δημιουργία, ομορφιά, χάρη |
- αξεπέραστο αποκορύφωμα, κομψοτέχνημα |
- τα αξεπέραστα θαύματα του γοτθικού ρυθμού |
- ο δημοτικός λόγος παίρνει εκφραστικές ικανότητες που μοιάζουν αξεπέραστες (Melas) |
- ήταν ονομαστοί για τα αξεπέραστα σε αξιοσύνη και ομορφιά σκαριά που έφτιαχναν (Zappas) |
- η οργάνωση και η πρωτοτυπία του πατρινού καρναβαλιού το έχουν καθιερώσει σαν κάτι το αξεπέραστο (Varelas)
- ⑤ that cannot be overcome, insurmountable, invincible (syn ανυπέρβλητος 2, ανυπερνίκητος):
- αξεπέραστη δυσκολία, εναντιότητα, κόπωση |
- αξεπέραστο πάθος |
- η εξωθρησκευτική φιλοσοφική σκέψη εμπλέκεται σε αξεπέραστες αντινομίες (Georgoulis) |
- το εσωτερικό της μονής παρουσιάζει αξεπέραστη σύγχυση κι ακαθαρσία (Ouranis) |
- το ένστικτο λειτουργεί με την ίδια ασφάλεια, με την ίδια αξεπέραστη δύναμη (Chatzinis)
[cpd w. *ξεπεραστός (: ξεπερνώ)]
- ① not crossed, uncrossed, impassable (syn απέραστος):



