Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξεθύμαστα [akseθímasta] adv
- without losing one's zest or energy, without abating, unabatedly:
- τα νιάτα πιπερίζουν ~ μέσα τους (Panagiotop) |
- το γλέντι που 'χε πιαστεί το Σάββατο ξακολούθησε ~ την Kυριακή (Prevelakis)
[der of αξεθύμαστος]
- without losing one's zest or energy, without abating, unabatedly:



