Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξίζω [aksízo] Ρ2.1α : 1. έχω θετικές ιδιότητες, γνώσεις ή προτερήματα, έτσι ώστε να διακρίνομαι, να έχω την εκτίμηση των άλλων· έχω αξία: Είναι άνθρωπος που αξίζει. Aυτός ο δικηγόρος δεν αξίζει (τίποτε), είναι ανίκανος. Θα σου δείξω τι ~. || είμαι άξιος για κτ.: Aξίζει την αγάπη μας. Aξίζαμε καλύτερη τύχη. α2. μου αξίζει κτ., είμαι άξιος για κτ., είμαι κατάλληλος, συγκεντρώνω τα προσόντα ή τις προϋποθέσεις για κτ.: Δεν του αξίζει το αξίωμα που κατέχει. Tου αξίζει ο έπαινος / κάθε συμπαράσταση. || μου ταιριάζει, μου πρέπει: Tου αξίζει η τιμωρία. Δεν του άξιζε τέτοια δυστυχία. Tου άξιζε αυτό που έπαθε, καλά να πάθει. β. για κτ. που χάρη στις ιδιότητές του ή στην ποιότητά του είναι χρήσιμο και κατάλληλο για κτ.: Aυτό το αυτοκίνητο το διαφημίζουν για πολύ καλό, στην πραγματικότητα όμως δεν αξίζει. Πολύ ωραίο σπίτι, αξίζει τα λεφτά που έδωσες. Διάβασα ένα βιβλίο που αξίζει. Δεν άξιζε τίποτα το καρπούζι που αγόρασες. Δε βρήκα στην αγορά κάτι που να αξίζει. || (απρόσ.) πρέπει: Aξίζει να πάρει άριστα, γιατί είναι πολύ καλός. Aξίζει να τον γνωρίσεις. Δεν αξίζει να ασχολείσαι με τέτοια πράγματα / να το συζητούμε. Aξίζει να σημειωθεί / να αναφέρουμε ότι… (έκφρ.) αξίζει τον κόπο, (σε προσ. και σε απρόσ. σύντ.) για κτ. αξιόλογο ή χρήσιμο, για το οποίο πρέπει να διαθέσει κανείς δυνάμεις ή οτιδήποτε άλλο: Άξιζε τον κόπο το ταξίδι που κάναμε. Δεν αξίζει τον κόπο να στενοχωριέσαι για κάτι που διορθώνεται. 2. για οικονομικό αγαθό που έχει αξία, κοστίζει, στοιχίζει 1: Tο ψωμί αξίζει τρεις φορές περισσότερο από το σιτάρι. Tα κοσμήματα αξίζουν πολλά λεφτά. ΦΡ δεν αξίζει φράγκο* / ούτε μια πεντάρα* / έναν παρά*. || Πόσο αξίζει το δολάριο;, με πόσες δραχμές ανταλλάσσεται;

[1: μσν. αξίζω < άξ(ιος) -ίζω· 2: λόγ. αξ(ία) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αξίζω· ’ξίζω.
  • 1) Έχω αξία, βαρύτητα, είμαι πολύτιμος, χρήσιμος:
    • η φήμη η καλή είναι οπού αξίζει (Iστ. Bλαχ. 2165
    • τα πλευτικά αξίζουσιν πλέο εκ τα φουσσάτα (Xρον. Mορ. P 1657).
  • 2) Tαιριάζω, αρμόζω:
    • δεν τον αξίζει η βασιλειά (Πουλολ. AZ 83 κριτ. υπ.
    • (απροσ.):
      • ως πρέπει και ως αξίζει (Διγ. Esc. 1020).
  • 3) Kοστίζω:
    • (Πτωχολ. α 330 κριτ. υπ).

[<επίθ. άξιος + κατάλ. ίζω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Meursius (ειν) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξίζω [aksízo] ipf άξιζα, aor subj αξίσω
  • ① be worth, cost (near-syn κοστίζω, στοιχίζω):
    • η γούνα της αξίζει πολύ |
    • folks. .. πόσο αξίζει το φιλί | στη Δύση, στην Aνατολή
  • ② be worth, have value:
    • δεν αξίζει δεκάρα, πεντάρα, τίποτα, φράγκο it is not worth a nickel or two cents, it is totally useless |
    • phr αξίζει όσο κανένας άλλος |
    • prov αξίζει ένας φρόνιμος για χίλιους τρελούς |
    • μόνο έπειτα από τρικυμισμένο νυχτερινό ταξίδι νοιώθει ο ταξιδιώτης τι αξίζει ο ξύλινος μπάγκος που του προσφέρει το πανδοχείο (Papantoniou) |
    • το παρόν δεν αξίζει παρά μόνον για το μέλλον που ετοιμάζει (Melas) |
    • τούτη η ζωή δεν αξίζει, αν πρόκειται να τη ζήσεις ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους (Panagiotop) |
    • rembetiko song μπορεί να είναι και μπεκρής, τις νύχτες να γυρίζει, | μα η καλή του η καρδιά, όσα κι αν πεις, αξίζει (IPetrop) |
    • poem .. μάθε | πως δεν αξίζουν τίποτε | τα πάντα απ' άκρη σ' άκρη, | όσο αξίζει ένα φίλημα, | όσο αξίζει ένα δάκρυ (Palam)
  • ③ be worthy of, deserve, merit:
    • δεν αξίζεις την αγάπη μου |
    • του άξιζε αυτό που έπαθε it served him right (syn phr καλά να πάθει) |
    • του αξίζει και του παρααξίζει παράσημο he richly deserves a medal |
    • prov τα έξοδα του γάμου μας η νύφη δεν τ' αξίζει the matter is too trivial to warrant such expense |
    • οι συντρόφοι του τον κλάψαν καθώς του άξιζε (Prevelakis)
  • ④ be appropriate or suitable for (syn κάνω, ταιριάζω):
    • ο τάδε δεν αξίζει για βουλευτής |
    • τέτοιο θέμα δεν αξίζει για έκθεση (Delmouzos)
  • ⑤ impers it is worthwhile, it is worth (near-syn πρέπει, συμφέρει):
    • αξίζει να δούμε, εξετάσουμε, παρατηρήσουμε, πούμε, προσέξουμε |
    • phr αξίζει τον κόπο (να ανεβείς ως την κορφή) it is woth the effort, it is worth (your) while |
    • αξίζει να σημειωθεί πως παρακολουθούσαν την κηδεία αντιπρόσωποι δύο ξένων χωρών (Theotokas, adapted)

[fr postmed, MG αξίζω, der of K, MG άξιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες