Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αξέστρωτος, επίθ.,
- βλ. ξέστρωτος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξέστρωτος s. ξέστρωτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξέστρωτος -η -ο [akséstrotos] Ε5 : 1.για κτ. που δεν το έχουν ξεστρώσει, που δεν είναι ξεστρωμένο: Bρήκα το κρεβάτι του αξέστρωτο, φαίνεται πως δεν κοιμήθηκε το βράδυ. 2. (προφ.) ξεστρωμένος, άστρωτος.
[1: α- 1 ξεστρώ(νω) -τος· 2: α-
13 ξέστρωτος]



