Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξάν
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αξάν [aksán] το, indecl
  • (L) non-native pronunciation, foreign accent:
    • μιλάει τα ιταλικά με έντονο ~

[fr Fr accent]

[Λεξικό Κριαρά]
αξανά, επίρρ.,
βλ. ξανά.
[Λεξικό Κριαρά]
αξανα‑,
βλ. ξανα‑.
[Λεξικό Γεωργακά]
αξανάσαστα [aksanásasta] adv poet.
  • ① breathlessly, hastily (syn λαχανιαστά):
    • poem .. τον πήραν | από κοντά κοντά, ~ το δρόμο κόβοντάς του (Homer Il 10.364 Kaz-Kakr) |
    • αρπαχτά, ~, το κρέας μασούσε εκείνος (Homer Od 14.109 Kaz-Kakr)
  • ② tiredly, wearily:
    • poem δε σ' είδα | .. να μου σταθείς στα πάθη, | μόνο παράδερνα ~ με σπαραγμένα σπλάχνα (id. 13.320)

[der of αξανάσαστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξανάσαστος, -η, -ο [aksanásastos] lit
  • & poet.
  • ① not breathing, unbreathing:
    • poem λύσε τα ολόχρυσα μαλλιά | και σκόρπισέ τα πλήθος | απάνω στ' αξανάσαστο, | τριανταφυλλένιο στήθος (Malakasis)
  • ② tired, weary (syn αξεκούραστος 1):
    • μια κραυγή παραπονιάρα υψώθηκε απ' τα αξανάσαστα χωράφια (Athanasiadis-N) |
    • poem κόσμε φτωχέ, αξανάσαστε, δυστυχισμένε, | μέρα και νύχτα πάντα στη βοή (Malakasis)

[cpd w. *ξανασαστός (: ξανασαίνω)]

[Λεξικό Κριαρά]
αξανασπώ,
βλ. εξανασπώ.
[Λεξικό Κριαρά]
αξαννοίομαι,
βλ. ξανοίγω.
[Λεξικό Κριαρά]
αξανοίγω,
βλ. ξανοίγω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άξαντος -η -ο [áksandos] & άξαστος -η -ο [áksastos] Ε5 : (οικ.) για μαλλί που δεν το έχουν ξάνει, που είναι αλανάριστο.

[α- 1 ξαν-, ξασ- (ξαίνω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άξαντος, -η, -ο [áksandos] weav
  • uncombed, uncarded (syn αλανάριστος 1, αξάγκλυστος 1):
    • άξαντο μαλλί, βαμπάκι

[cpd w. ξαντός (: ξαίνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες