Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανώτερα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανώτερα, επίρρ.
  • (Προκ. για λόγο) προηγουμένως, πιο πάνω:
    • (Aσσίζ. 3157).

[<επίθ. ανώτερος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανώτερα1 [anótera] adv (L)
  • ① higher, above:
    • η ορθόδοξη εκκλησιά υψώνεται ~ από άλλες εκκλησιαστικές οργανώσεις (Glinos) |
    • η εκκλησιά στέκεται στη γενική της αντίληψη ~ από γλωσσικές μορφές (id.)
  • ② fig in a superior and advanced way:
    • για ν' αρχίσει ο νέος να μορφώνεται ~ πρέπει κάποια ώρα η αυθεντία των γονέων να αρχίσει να υποχωρεί ενώπιον της αυθεντίας των διδασκάλων (Theodorakop)
  • ③ in a noble and generous manner:
    • οι δικαστές που τον αθώωσαν φέρθηκαν πολύ ~ γιατί του απόδειξαν ότι είχαν καταλάβει την αγνή πρόθεσή του και τον ηρωικό αγώνα του (Melas)

[der of ανώτερος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανώτερα2 (τα) s. εις ανώτερα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες