Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανώτατα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανώτατα [anótata] adv (L)
  • in a supreme manner, most highly, supremely:
    • κι ο πιο τυχερός κι ~ προικισμένος άνθρωπος δύσκολα προφταίνει να επεξεργαστεί ολάκερη την ύλη στο μερίδιό του (Kazantz)

[der of ανώτατος2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go