Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώριμο [anórimo] το, (L)
- immaturity (syn ανωριμότητα, ant ωριμότητα):
- το αναπτυσσόμενο κριτικό πνεύμα του παιδιού αφήνεται να λειτουργήσει μέσα στα περιορισμένα όρια που επιβάλλει το ~ και ανέτοιμο της σκέψης του (Tsatsos) |
- η διαφορά ανάμεσα στην αρμονία ή τη σαφήνεια και τις εκστατικές μεταπτώσεις της ψυχής έχει σχέση με το διακλαδωτό και το πρωτόγονο, το ώριμο και το ~ (Athanasiadis-N)
[substantiv. n of ανώριμος]
- immaturity (syn ανωριμότητα, ant ωριμότητα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανώριμος -η -ο [anórimos] Ε5 : ANT ώριμος. α. που δεν έχει φτάσει ακόμη στην πλήρη ψυχική και πνευματική του ωριμότητα: Ο πολύ νέος άνθρωπος είναι συναισθηματικά / κοινωνικά / σεξουαλικά ~. Ένα παιδί τεσσάρων ετών είναι ανώριμο να παρακολουθήσει σχολικά μαθήματα. Είναι ανώριμη για γάμο. Λαός κοινωνικά / πολιτικά ~, που δεν μπορεί να κρίνει σωστά, υπεύθυνα. Οι δικτάτορες θεωρούν τους λαούς ανώριμους για δημοκρατία. β. (ιατρ.) που δεν έχει φτάσει σε πλήρη βιολογική ανάπτυξη: Tα πολύ πρόωρα νεογνά είναι (βιολογικά) ανώριμα.
ανώριμα ΕΠIΡΡ: Σκέπτεται / συμπεριφέρεται ~. [λόγ. αν- (δες α- 1) ώριμος, μτφρδ.: α: αγγλ. immature· β: γαλλ. immature]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώριμος, -η, -ο [anórimos] (L)
- ① not fully grown or developed
- ⓐ immature, unripe (syn άγουρος 1, ant ώριμος):
- τα φρούτα είναι ανώριμα |
- ανώριμα αχλάδια, μήλα, σταφύλια
- ⓑ immature:
- ~ έφηβος |
- ανώριμο παιδί |
- το ανώριμο μυαλό ενός μικρού παιδιού |
- ερωτικά ακατέργαστη και ανώριμη ψυχή |
- αρχικά, όταν ο άνθρωπος ήταν λογικά ~, άπλωσε με τη φαντασία του να εξουσιάσει τη φύση (Theodorakop) |
- ο O' Nηλ είναι ένας πνευματικός άνθρωπος που εκπροσωπεί ένα λαό σφριγηλό αλλ' ακόμα ανώριμο (Thrylos) |
- poem κ' εσύ χαμόγελό μου, | ανώριμη τριανταφυλλιά (Geranis)
- ⓒ not having yet attained a definitive form or state, crude, immature (of abstract concepts etc):
- ~ νους, πνευματικός πολιτισμός |
- ανώριμη κοινωνία, πεζογραφία |
- άπλαστη και ανώριμη γλώσσα |
- η ανώριμη τα χρόνια εκείνα (sc 5. αι. π.X.) λογική σκέψη μέσα στη νηπιακή αφέλειά της νόμιζε ότι κάθε κρίση μπορεί ν' αντιστραφεί χωρίς αλλοίωση (Papanoutsos) |
- ένας πυρετός μεταδομένος από την Eυρώπη εμπνέει πόθους κάποιας ανώριμης ακόμη κι αμορφοποίητης ελευθερίας (Chourmouzios, adapted)
- ⓓ not ripe, immature (of times, conditions etc):
- ανώριμη ηλικία |
- ανώριμες συνθήκες |
- τα ανώριμα χρόνια του γυμνασίου |
- σε καιρούς ανώριμους η υπηρεσία του ποιητή (sc του Παλαμά) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αρνητική ή και ολότελα περιττή (Chourmouzios)
- ② not developed or mature enough (to do sth), unready, unprepared, inexperienced (near-syn ανέτοιμος):
- η Σ. ήταν ακόμη ανώριμη για τραγούδι |
- είναι ~ για να κατανοήσει το μεγαλείο του Πλάτωνα |
- ένα κοινό διψασμένο για γνώση αλλά ανώριμο ακόμη για να δεχτεί την ακτινοβολία της νέας ποίησης (Chatzinis) |
- παίζουν τους κύριους ρόλους ηθοποιοί ανώριμοι ν' ανεβούν απότομα στις κορυφές της ερμηνευτικής τέχνης (Thrylos) |
- συνειδητοποίησε τι ήταν μέσα του ακαθόριστο ή ανώριμο για να γίνει ποιητικός λόγος (Charis)
- ③ exhibiting a subnormal degree of maturity, immature:
- ανώριμη χρήση μιας θεωρίας |
- μια χούφτα ανώριμοι φοιτητές σκόρπιζαν χαρτιά στο πανεπιστήμιο |
- μπορεί να είσαι πλούσιος και ~, πλούσιος και άδειος, πλούσιος και δυστυχής (Papanoutsos) |
- ~ από δική του υπαιτιότητα είναι όποιος από οκνηρία ή ατολμία δεν στηρίζεται στις δικές του διανοητικές δυνάμεις (id.) |
- η φιλοσοφία του Πλάτωνος είναι διάλογος που γίνεται ανάμεσα στον ώριμο και στον ανώριμο άνθρωπο (Theodorakop)
- ④ being the product of a person lacking maturity of expression (literary, artistic etc) or thought, immature:
- ανώριμα λογοτεχνικά έργα |
- ανώριμες κρίσεις, σκέψεις |
- το γυμνό κορίτσι είναι ένα αφελές και ανώριμο έργο (Sachinis) |
- το πρώτο σύγγραμμα του Γ., αν και κάπως ανώριμο, είναι γραμμένο με ύφος ζωηρό (Kanellop)
[fr kath ανώριμος, cpd w. ώριμος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανωριμότητα η [anorimótita] Ο28 : η ιδιότητα και η κατάσταση του ανώριμου. ANT ωριμότητα: H ψυχολογική και κοινωνική ~ των εφήβων. Οι αντιδράσεις του λαού δείχνουν συχνά πολιτική ~. || (ιατρ.) βιολογική ανωριμότητα.
[λόγ. ανώριμ(ος) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανωριμότητα [anorimótita] η, (L)
- ① immaturity (due to absence of development, experience etc):
- πολιτική, φιλοσοφική ~ |
- η ~ του εφήβου |
- ουδέποτε ο κηδεμόνας θα χειραφετήσει τον κηδεμονευόμενο, αφού θα τον έχει καταδικάσει στην ~ (Vima)
- ⓐ state of not having reached a definitive form, immaturity (of abstract concepts etc):
- γλωσσική ~ |
- η ~ της σύγχρονης νεοελληνικής πεζογραφίας
- ② lack of maturity required to do sth, unpreparedness, unripeness:
- η ~ των παιδιών να αντιληφθούν βαθύτερα το μηχανισμό της γλώσσας δεν μας επιτρέπει να ολοκληρώσουμε τη διδασκαλία της δημοτικής πριν από το τέλος της δεύτερης γυμνασιακής χρονιάς (A. Stasinop & S. Kokolaki, Didaskalia)
- ③ lack of expected maturity, immaturity (ant ωριμότητα):
- η νεολαία έδειξε πολλή ευπρέπεια την ώρα της συζήτησης, αλλά και πολλή ~ την ώρα της παράστασης (Thrylos) |
- η περιπλοκή στην αφήγηση δείχνει γόνιμη φαντασία, υπογραμμίζει όμως ταυτόχρονα και την~ της συγγραφέως (Varikas) |
- ~ είναι η αδυναμία να μεταχειρίζεται ο άνθρωπος το νου του δίχως την καθοδήγηση ενός άλλου (Papanoutsos)
[fr kath ανωριμότης, der of ανώριμος; cf ωριμότης (: ώριμος)]
- ① immaturity (due to absence of development, experience etc):



