Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανώνυμο
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανώνυμο [anónimo] το, (L)
  • anonymousness, anonymity:
    • το ~, το απρόσωπο, το μασκαρεμένο έχει γίνει ο κύριος θεσμός του κράτους (Papantoniou, adapted)

[substantiv. n of ανώνυμος2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανωνυμογραφία η [anonimoγrafía] Ο25 : η δημοσίευση ή η αποστολή ανώνυμων επιστολών ή άλλων κειμένων.

[λόγ. ανωνυμογράφ(ος) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωνυμογραφία [anonimoγrafía] η, (L)
  • writing (letters, literature etc) anonymously:
    • κύμα ανωνυμογραφίας |
    • η ~ ταιριάζει στην κλασικότροπη συνείδηση του Kοραή (Dimaras)

[fr kath (neol Koumanoudis) ανωνυμογραφία, der of ανωνυμογράφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανωνυμογράφος ο [anonimoγráfos] Ο18 : αυτός που δημοσιεύει ή που στέλνει ανώνυμες επιστολές ή άλλα κείμενα, συνήθ. μειωτικά, για κπ. που δεν έχει το θάρρος να αποκαλύψει το όνομά του.

[λόγ. ανώνυμ(ος) -ο- + -γράφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωνυμογράφος [anonimoγráfos] ο, η, (L)
  • anonymous author of a letter, literature etc:
    • απειλές ανωνυμογράφων |
    • έριξα τόσα πράματα, ιστορίες και στοχασμούς σε τούτα τα χαρτιά και δε βρήκα την τόλμη να ξεστομίσω το παρανόμι μου· ένας ~! (Panagiotop)

[fr kath (neol Koumanoudis) ανωνυμογράφος, cpd w. combin. form -γράφος; cf απομνημονευματογράφος, διηγηματογράφος, πεζογράφος etc]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανωνυμογραφώ [anonimoγrafó] Ρ10.9α : γράφω και δημοσιεύω ανώνυμες επιστολές ή κείμενα.

[λόγ. ανωνυμογράφ(ος) -ώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωνυμογραφώ [anonimoγrafó] ανωνυμογραφείς, (L)
  • write anonymously

[fr kath (neol Koumanoudis) ανωνυμογραφώ, der of ανωνυμογράφος]

[Λεξικό Κριαρά]
ανώνυμος ο.
  • O απλός άνθρωπος:
    • (Mαχ. 1466).

[αρσ. του αρχ. επιθ. ανώνυμος ως ουσ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανώνυμος -η -ο [anónimos] Ε5 : 1.ANT επώνυμος1. α1. που το όνομά του είναι άγνωστο: Έργο ανώνυμου συγγραφέα. Οι δημιουργοί του λαϊκού πολιτισμού είναι συνήθως ανώνυμοι. || που δε δηλώνει, δε φανερώνει το όνομά του: Ο συντάκτης της επιστολής είναι ~. Ο δωρητής θέλησε να μείνει ~. α2. για κτ. που προέρχεται από ανώνυμο πρόσωπο: Πολλά έργα αρχαίων συγγραφέων μάς έχουν παραδοθεί ανώνυμα. Οι εφημερίδες συνήθως δε δημοσιεύουν ανώνυμες επιστολές. Mου κάνουν ανώνυμα τηλεφωνήματα. β. για κπ. ή για κτ. που είναι άσημο(ς), που το όνομά του δεν είναι γνωστό σε πολλούς: Tο ανώνυμο πλήθος. Δεν μπόρεσε να διακριθεί, έμεινε ~ σε όλη του τη ζωή. Ποιος ενδιαφέρεται για τα προβλήματα κάποιου ανώνυμου χωριού; 2. για κτ. στο οποίο δεν έχουν δώσει όνομα: Στα χωριά πολλοί δρόμοι είναι ανώνυμοι. 3. (οικον.) που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο: Aνώνυμη εταιρεία, μετοχική εταιρεία στην οποία τα κεφάλαια και τα κέρδη δεν ανήκουν σε ορισμένα πρόσωπα αλλά στους εκάστοτε κατόχους των μετοχών της. Aνώνυμοι τίτλοι. ANT ονομαστικοί. ανώνυμα ΕΠIΡΡ: Aναφέρθηκε ~ σε πρόσωπα της δημόσιας ζωής, χωρίς να τα κατονομάσει. Kάποιος μου τηλεφώνησε ~, χωρίς να μου πει το όνομά του.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἀνώνυμος & νλατ. anonymus (& αγγλ. anonymous) < αρχ. ἀνώνυμος· 3: γαλλ. anonyme < λατ. anonymus < αρχ. ἀνώνυμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανώνυμος1 [anónimos] ο, (L)
  • person without a name, unidentified person:
    • poem .. μες στην έρημη εκκλησιά, μ' άνθη πολλά | στολίζεται ο ~, μυρώνεται ο νεκρός (Sinop) |
    • Πηλέα, Λαέρτη, Πρίαμε και σεις | οι ανώνυμοι, στα τρίσβαθα του χρόνου, |..|..| ζωντανεύετε αμίλητοι κλ (Xydis)
  • ① fig person lacking an identity or individuality, unimportant or undistinguished person:
    • στη Φλωρεντία οι έως χθες ανώνυμοι μπορούσαν να γίνουν, χωρίς κανένα κληρονομικό τίτλο, ονομαστοί ως "πολίτες" (Kanellop)

[substantiv. m of ανώνυμος2]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες