Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανώμαλα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανώμαλα [anómala] adv (L)
  • ① in a manner departing fr normal behavior, abnormally, irregularly:
    • η καρδιά του χτυπούσε ~ |
    • στην γενετησιακή εποχή το ωοθηλακικό σύστημα λειτουργεί ~ (Louros)
  • ② in a manner departing fr accepted norms or rules, anomalously, irregularly:
    • ένα γράμμα διπλωμένο ~ |
    • διορίστηκε χωρίς προσόντα, αντικανονικά κι ~ |
    • το κυβερνητικό σχήμα είχε εγκατασταθεί στην εξουσία ~ |
    • ο P. σταδιοδρόμησε ~, σηκωμένος στις ράχες των κυμάτων στην έξαψη μιας κοσμογονικής θύελλας (Terzakis) |
    • φοβούμαι πως κάνω το χρέος μου ~, αμέθοδα και μισά, μολονότι πιστεύω στην αλήθεια της ιδέας (Palamas, adapted)
  • ⓐ gramm irregularly:
    • μερικά τριτόκλιτα ουσιαστικά κλίνονται ~ στον πληθυντικό
  • ③ in an unusual or strange way (near-syn περίεργα):
    • βράχοι ~ γερμένοι |
    • αραιοί κορμοί σπαρμένοι ~και ακατάστατα |
    • συμβαίνει κάποτε η αντικειμενικότητα των πανθεϊστικών ποιημάτων να αναπτύσσεται μέσα μας τόσον ~, που η θέα των εξωτερικών αντικειμένων να μας κάνει να ξεχνάμε τη δική μας ύπαρξη (Papanoutsos)

[der of ανώμαλος; cf kath ανωμάλως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go