Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανώγι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανώγι [anóyi] το, (& ανώι) = ανώγειο
:
  • ~ σε δίπατο σπίτι |
  • τρώγανε στο ~ |
  • μια ξύλινη σκάλα ανέβαινε από το κατώγι στο ~ |
  • η λιθοδομή των ανωγιών ήτανε ξέσκεπη |
  • prov ο Mανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια
  • one dreams of or brags about nothing real:
    • τα σπίτια τους κοιτάζονταν αντικρυστά, παλιά φτωχά σπιτάκια μονόπατα, με κατώι το καθένα και μ' ανώι (Xenop) |
    • την βρήκε σ' ένα ~, σε μια μεγάλη κάμαρα, όπου το κατώγι ήταν παλιός στάβλος (Petsalis) |
    • folks. .. τον αφέντη | οπού έχει ανώγια δίπατα κι αυλές μαρμαρωμένες (Theros) |
    • poem με τον αγέρα, αφέντη, οικοδομάς ανώγια και κατώγια (Kazantz Od 14.1260)

[fr postmed ανώγι (Somavera) ← MG (Kriaras) ανώγιν beside MG ανώγειον ← K (pap) ἀνώγειον]

[Λεξικό Κριαρά]
ανώγι(ν) το,
βλ. ανώγαιον.
[Λεξικό Κριαρά]
ανωγιαστός, επίθ.
  • (Προκ. για δωμάτιο) που βρίσκεται στο ανώγι:
    • (Kατζ. A´ 327).

[<ανωγιάζω (IΛ, γειά‑). Τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες