Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανύπαρκτο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανύπαρκτο [aníparkto] το, (& ανύπαρχτο) (L)
  • ① usu pl ανύπαρκτα τα, non-existent things:
    • το παγκόσμιο πνεύμα συναιρεί τα υπαρκτά και ανύπαρκτα (Kanellop) |
    • με ευκολία η φαντασία προσθέτει ανύπαρχτα, αφαιρεί υπάρχοντα, συνταιριάζει αταίριαστα, έτσι που να παρουσιάζει εικόνες ολότελα διαφορετικές από τις πραγματικές (KPapa)
  • ② non-existence, nothingness:
    • το ~ σε σχέση με το φυσικό κόσμο είναι υπαρκτό μέσα στο παγκόσμιο πνεύμα (Kanellop) |
    • δεν μπορεί το ~ να 'ναι το μηδέν (id.) |
    • μερικοί συγγραφείς μάς δίνουν το απραγματοποίητο αυτού που ζητούν, το ~ αυτού που ονειρεύονται (Xefloudas) |
    • σαν ένα νησί, αργά, υψώνεται μέσα από τον ωκεανό του ανύπαρχτου το έργο του ανθρώπου (Kazantzakis) |
    • η αληθινή Eλένη είναι ένας ήσκιος, ένα παιχνίδι πλανερό στο μέγα μέτωπο του ανύπαρκτου (id.) |
    • poem να πολεμώ αυτού πέρα | απ' τα σκότη του ανύπαρχτου | για να βγω στην ημέρα (Palam) |
    • .. ο νους του | σα μέγα ψάρι ορθόνουρο έπλεχε στου ανύπαρκτου το κύμα (Kazantz)

[substantiv. n of ανύπαρκτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανύπαρκτος -η -ο [aníparktos] Ε5 : 1.που δεν είχε υπάρξει ή που δεν υπάρχει. ANT υπαρκτός: Tο πρόσωπο που ζητάς είναι ανύπαρκτο. Mου έδωσε μια ανύπαρκτη διεύθυνση. H περιουσία, που ισχυριζόταν ότι είχε, αποδείχτηκε ανύπαρκτη, φανταστική. || για κτ. που είναι εντελώς υποθετικό, που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα: Επικαλείται ανύπαρκτους κινδύνους. Mη σε απασχολούν ανύπαρκτα προβλήματα. 2. για να δηλώσουμε με έμφαση ότι κτ. λείπει ή ότι κτ. είναι εντελώς ανεπαρκές: H αστυνόμευση στις εθνικές οδούς είναι ανύπαρκτη. Ο προγραμματισμός σε όλα τα μεγάλα έργα ήταν ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνύπαρκτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανύπαρκτος, -η, -ο [aníparktos] (& ανύπαρχτος) (L)
  • ① not existing, inexistent, nonexistent:
    • πράγματα τιποτένια, ανύπαρκτα |
    • υπαρκτά και ανύπαρκτα αντικείμενα |
    • ζωάκια υπαρκτά κι ανύπαρκτα |
    • το άπειρο είναι ανύπαρκτο ως αριθμός (Kanellop) |
    • η απόλυτη ανυπαρξία είναι ανύπαρκτη (id.) |
    • ανύπαρκτο πρότυπο, ταλέντο |
    • ~ σκοπός, στόχος |
    • τα οικονομικά μου ήταν ανύπαρκτα I was broke |
    • τα μεταφορικά μέσα ήταν εντελώς ανύπαρκτα |
    • ο ποιητής χωρίς κοινό είναι ποιητής ~ |
    • αφήγηση με ανύπαρκτη πλοκή |
    • ανύπαρκτη ηγεσία |
    • μια κυβέρνηση που παραβιάζει το πολίτευμα είναι πολιτικά και ηθικά ανύπαρκτη |
    • η ανεξιθρησκεία στο οθωμανικό κράτος ήταν σε πολεμικές περιόδους σχεδόν ανύπαρκτη (Vacalop) |
    • αν δεν υπάρξουν κεραίες για να συλλάβουν το μήνυμα του λογοτέχνη, τούτο είναι ανύπαρκτο (Chatzinis) |
    • ο κόσμος του Kαζαντζάκη παίρνει την ενότητά του όχι από την ανύπαρκτη ομοιογένεια των υλικών όσο από τον παλμό του δημιουργού (Dimaras) |
    • αν μπορούσα αδιάκοπα να ξέρω για όλα τα πράγματα, η αμφιβολία θα ήταν ανύπαρκτη (Lambridi) |
    • poem τα πάντα είναι ανύπαρχτα πριν τα σκεφτείς και πριν τα πράξεις (Ritsos)
  • ② not having real existence, inexistent, imaginary, imagined, unreal:
    • πρόβλημα ανύπαρκτο |
    • ιδέες ανύπαρκτες |
    • διηγείται ανύπαρκτα μεγαλεία |
    • η σάτιρα αναφέρεται σε καταστάσεις ανύπαρχτες |
    • τα παιδιά φοβερίζανε ανύπαρχτους εχθρούς |
    • το αυτοκίνητο έτρεχε προς κάποιο ανύπαρχτο τέρμα |
    • έβλεπε στις προσπάθειες της K. ανύπαρχτους κινδύνους στα συμφέροντά του |
    • ο ελληνικός ρομαντισμός είναι αντίδραση, μάχη εναντίον ανύπαρχτου τυράννου (Melas) |
    • poem .. μοχτούν .. | ν' ανασηκώσουν απ' τα κύματα τ' ανύπαρχτα ακρογιάλια (Kazantz Od 14.12357) |
    • μια χώρα ανύπαρκτη με νόμους | έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους (Seferis) |
    • αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι, | μ' ένα χαμόγελο στ' ανύπαρκτά τους χείλη (Karyotakis)

[fr kath ανύπαρκτος ← PatrG, pap, K, AG (4th-3rd c. BC)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες