Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανύπαντρη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανύπαντρη [anípandri] η,
  • unmarried woman:
    • folks. να χαιρετήσ' ανύπαντρες; χολιάν οι μαυρομάτες (DPetrop)

[substantiv. f of ανύπαντρος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες