Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανόρεχτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανόρεχτος, επίθ.,
βλ. ανόρεκτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανόρεχτος -η -ο [anórextos] Ε5 : 1.που δεν έχει όρεξη, διάθεση για φαγητό: Γιατί δεν τρως; ~ είσαι ή χορτάτος; 2. (μτφ.) α. που δεν έχει καλή ψυχική διάθεση, κέφι· άκεφος: Aνόρεχτους σας βλέπω· τι έχετε; β. που γίνεται χωρίς όρεξη, διάθεση, προθυμία ή που δείχνει έλλειψη καλής διάθεσης: Aνόρεχτο γέλιο / τραγούδι / ύφος. Aνόρεχτη απάντηση. ανόρεχτα ΕΠIΡΡ: Xόρευε ~ και βαριεστημένα. Δουλεύει ~.

[μσν. ανόρεχτος < αρχ. ἀνόρεκτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανόρεχτος, -η, -ο [anórextos] (& rare ανόρεκτος)
  • ① lacking appetite, having no appetite (syn ανόρεξος 1):
    • πάντα τρώω καλά, δεν είμαι ποτέ ~ |
    • δεν έτρωγαν παρά δυο-τρεις ανόρεχτοι φοιτητές (Xenop) |
    • στεκότανε ~ μπροστά στο κρύο τραπεζομάντηλο, με το αδειανό στομάχι του λιγουρεμένο από τις μυρωδιές της εκκλησιάς (KPolitis) |
    • οι αγελάδες τριγυρίζανε ανόρεχτες για το ξερό χορτάρι (id.) |
    • κανένας δε μοχτούσε ξενοδούλι που να νοιώθει ~ στην ανταμική ξεφάντωση (Prevelakis) |
    • ο γέροντας έκλεισε δεκαεφτά μέρες νηστικός, ανήμπορος κι ~ για θροφή (Bastias) |
    • ο σαργός παρουσιάζεται πάντοτε ~, αποφεύγει τα δολώματα (Potamianos) |
    • poem μα ο κεραστής εγώ κ' εγώ το πίνω· | το στόμα ξένο, ανόρεχτο του κόσμου (Palam)
  • ② ill-disposed, indisposed, low-spirited, depressed (syn in ανόρεξος 2):
    • είμαι ~ και άκεφος |
    • ξύπνησε αργά ~ κι ανήσυχος |
    • ένοιωσε ξαφνικά ~ |
    • έκατσε ανάμεσά τους· ήταν ~ (Sardelis) |
    • έμπαινε εκείνη τη στιγμή βαργεστημένος και ~ (KPapa) |
    • τον είδε άξαφνα ψυχρό μαζί της, ανόρεχτο, βαργεστιμένο (Xenop) |
    • νωθροί κι ανόρεχτοι κατάφυγαν στα φυλλώματα (TAthanasiadis) |
    • αγουροξυπνημένος κι ~ ύστερα από το νυχτερινό γλέντι πήγε ν' ανοίξει το μαγαζί (MNikolaidis) |
    • έφυγε γοργά, ~, βιασμένος να ιδεί τον κομματάρχη (Palam) |
    • poem ίσως την ίδια αυτή στιγμή που ~ βογγάω | γεννιούνται και τους καρτερεί το μητρικό το γάλα | πλάστρες ψυχές (id.) |
    • φυσάει αγέρι, [..] και το πουλί, που στέκει ανόρεχτο | με διπλωμένες τις φτερούγες, | ξυπνάει (AGalanaki-V)
  • ⓐ done in low-spirits, reluctantly done, halfhearted:
    • ανόρεχτα γέλια |
    • ανόρεχτο τραγούδι |
    • η μελέτη του ήταν λίγη, ανόρεχτη, νωθρή, σαν να 'χε το νου του αλλού (Xenop) |
    • άκουγα τα μακρινά ανόρεχτα γαβγίσματα μερικών σκύλων, που είχαν αϋπνία (Psathas)

[fr MG ανόρεκτος / ανόρεχτος (Kriaras' Lex) ← K ἀνόρεκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες