Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανόμημα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανόμημα το [anómima] Ο49 : (λόγ.) πράξη αντίθετη προς τον ηθικό νόμο· άνομη πράξη· ανομία.

[λόγ. < αρχ. ἀνόμημα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανόμημα [anómima] το, (L)
  • ① illegal, injurious or wrongful act, crime (syn αδίκημα, έκνομη or παράνομη πράξη, παρανομία):
    • πολιτικά ανομήματα |
    • το ~ του αυταρχισμού |
    • τα ανομήματα δεν πρέπει να μένουν ατιμώρητα |
    • τα ανομήματα της χουντικής επταετίας (1967-1974) |
    • τα ανομήματα της διεφθαρμένης πολιτικής ηγεσίας επλήρωσαν ακόμη και με το αίμα τους οι λίγες φωτεινές μορφές της νεώτατης ιστορίας μας (Papanoutsos) |
    • υφίσταται και η ίδια η Eυρώπη τις συνέπειες των ανομημάτων της (Panagiotop)
  • ⓐ wrongdoing (in general), sin, crime:
    • είναι απλούστατα ένοχες συνειδήσεις που έχουν εις βάρος τους ένα πλήθος ανομήματα καλλιτεχνικά (ThAthanasiadis-N)
  • ② synecd transgression, sin (syn αμάρτημα, αμαρτία, κρίμα):
    • ανεξίτηλα ανομήματα |
    • προσεύχεται για το πλήθος των ανομημάτων του |
    • καλεί έναν ιερέα να του εξομολογηθεί τα ανομήματά του |
    • τ' ανομήματα θα πληρωθούν, ο Θεός θα εκδικηθεί |
    • συχνά ένας άνθρωπος πέθαινε χωρίς να υποφέρει την τιμωρία που του άξιζε για τα ανομήματά του (Nilsson transl by Kakridis) |
    • ούτε κρίμα ούτε ~ κηλίδα δε θ' αφίνει και όλες οι πνιγερές αμαρτίες θα εξαλειφθούν (Papatsonis) |
    • ένας προτεστάντης κληρικός το πήρε απόφαση να καθαρίσει τον κόσμο από τ' ανομήματά του με ήθος υψηλό και χωρίς αγάπη (Theotokas) |
    • το πνεύμα του όρθρου με λυτρώνει σιγά σιγά και με ξεφλουδίζει από τ' ανομήματά μου (Panagiotop) |
    • Xριστέ μου, αντί να με παιδέψεις για τ' ~ μου, σκόρπισες την ευλογία Σου επάνω μου κ' επάνω στους δικούς μου (Karagatsis) |
    • η πατρογονική φωνή της αυστηρά της ζητούσε λόγο για τ' ανομήματά της ανάμεσα στους εθνικούς (Roufos) |
    • poem θα περάσουν καιροί | πολλών ανομημάτων (Elytis) |
    • Γιατί δεν έχω ανομήματα να εξαλείψεις | ανομίες να μου ξεπλύνεις | κι αμαρτίες να μου καθαρίσεις (Chakkas) |
    • η Παναγία, το βλέπω, μακράν ανομημάτων | εν τω μέσω των άυλων αγγελικών πνευμάτων (Papatsonis) |
    • νίψον ανομήματα, μη μόναν όψιν (palindrome on the holy water font of the Church of St. Sophia)

[LK, ByzG ανόμημα ← K]

[Λεξικό Κριαρά]
ανόμημα(ν) το.
  • Άνομη πράξη:
    • (Σκλάβ. 18).

[μτγν. ουσ. ανόμημα. Η λ. (α) και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες