Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανόθευτα [anóθefta] adv
- unmixedly, unadulteratedly, without alteration or influence fr another source, purely (ant νοθεμένα):
- στα χωριά τραγουδούν το ριζίτικο τραγούδι ~ |
- γράφει αβρά, λεπτά, περιεσκεμμένα, αλλά και ~ (Peranthis)
[der of ανόθευτος]
- unmixedly, unadulteratedly, without alteration or influence fr another source, purely (ant νοθεμένα):



