Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανόδιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανόδιο [anó∂io] το, (& ανόδιον) electr
  • anode (syn άνοδος 5, ant κάθοδος)

[neol, der of άνοδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες