Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανωφέρεια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανωφέρεια η [anoféria] Ο27 : (λόγ.) έκταση του εδάφους ή δρόμος που έχει κλίση προς τα επάνω· ανήφορος. ANT κατωφέρεια.

[λόγ. < ελνστ. ἀνωφέρεια `ανοδική κίνηση΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ανωφερής]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωφέρεια [anoféria] η, (L)
  • uphill ground, rising gradient, rise, ascent, acclivity (syn in ανηφόρα ant L κατωφέρεια):
    • το ανέβασμα τώρα ήταν κοπιαστικό στην απότομη, βραχόσπαρτη ~, που κάτω της έχασκαν άβυσσοι και παράστεκαν γκρεμοί (Nirvanas) |
    • προς τα κάτω ήτανε μια μικρή ~, με δέντρα στη μια της πλευρά κλ (Kokkinos) |
    • την ανέγερση των δυο ναών την υποβοήθησε η φυσική ~ της τοποθεσίας (Kanellop, adapted)

[fr kath ανωφέρεια ← K (3rd c. AD)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go