Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανωριμότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανωριμότητα η [anorimótita] Ο28 : η ιδιότητα και η κατάσταση του ανώριμου. ANT ωριμότητα: H ψυχολογική και κοινωνική ~ των εφήβων. Οι αντιδράσεις του λαού δείχνουν συχνά πολιτική ~. || (ιατρ.) βιολογική ανωριμότητα.

[λόγ. ανώριμ(ος) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωριμότητα [anorimótita] η, (L)
  • ① immaturity (due to absence of development, experience etc):
    • πολιτική, φιλοσοφική ~ |
    • η ~ του εφήβου |
    • ουδέποτε ο κηδεμόνας θα χειραφετήσει τον κηδεμονευόμενο, αφού θα τον έχει καταδικάσει στην ~ (Vima)
  • ⓐ state of not having reached a definitive form, immaturity (of abstract concepts etc):
    • γλωσσική ~ |
    • η ~ της σύγχρονης νεοελληνικής πεζογραφίας
  • ② lack of maturity required to do sth, unpreparedness, unripeness:
    • η ~ των παιδιών να αντιληφθούν βαθύτερα το μηχανισμό της γλώσσας δεν μας επιτρέπει να ολοκληρώσουμε τη διδασκαλία της δημοτικής πριν από το τέλος της δεύτερης γυμνασιακής χρονιάς (A. Stasinop & S. Kokolaki, Didaskalia)
  • ③ lack of expected maturity, immaturity (ant ωριμότητα):
    • η νεολαία έδειξε πολλή ευπρέπεια την ώρα της συζήτησης, αλλά και πολλή ~ την ώρα της παράστασης (Thrylos) |
    • η περιπλοκή στην αφήγηση δείχνει γόνιμη φαντασία, υπογραμμίζει όμως ταυτόχρονα και την~ της συγγραφέως (Varikas) |
    • ~ είναι η αδυναμία να μεταχειρίζεται ο άνθρωπος το νου του δίχως την καθοδήγηση ενός άλλου (Papanoutsos)

[fr kath ανωριμότης, der of ανώριμος; cf ωριμότης (: ώριμος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες