Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανωδύνως [anoDίnos] adv (L)
- ① in a manner not causing physical pain, painlessly
- ② fig in a manner not causing problems or mental anguish, smoothly, painlessly (syn ανώδυνα 2):
- οι κεφαλαιοκράτες για να διασώσουν τα κέρδη του εγωισμού και της κακίας ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει το όριο όπου ο εγωισμός μπορεί να καταργηθεί ~ (Tsatsos)
[fr kath ανωδύνως ← K, AG]



