Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανυψωτικός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανυψωτικός -ή -ό [anipsotikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για την ανύψωση φορτίων: Aνυψωτικά μηχανήματα.

[λόγ. ανυψω- (δες ανυψώνω) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυψωτικός, -ή, -ό [anipsotikós] (L)
  • ① lifting, hoisting, elevating:
    • ~γερανός |
    • ανυψωτική αντλία lift pump |
    • ανυψωτική δύναμη |
    • ανυψωτικό βαρούλκο, μηχάνημα |
    • πλωτή δεξαμενή ανυψωτικής ικανότητος τεσσάρων χιλιάδων τόννων
  • ② fig elevating, raising (morally, intellectually etc):
    • η ανυψωτική δύναμη της έκστασης |
    • η ανυψωτική Mαργαρίτα του Φάουστ

[fr kath (neol Koumanoudis) ανυψωτικός, der of *ανυψωτός (: ανυψώ); cf LK (2nd c. AD) υψωτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go